κανισκεύω

κανισκεύω
(Μ κανισκεύω και κανισκεύγω) [κανίσκι]
στέλνω κανίσκι με δώρα, κάνω δώρο σε κάποιον, χαρίζω
μσν.
1. δίνω κάτι χάρισμα, ξεπουλώ κάποιον ή κάτι
2. δωροδοκώ κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κανίσκευμα — κανίσκευμα, τὸ (Μ) [κανισκεύω] 1. δώρο 2. προσφορά δώρου 3. δωροδοκία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”